- φθινωδικός
- φθῐν-ωδικός, ή, όν, = foreg., Id.17(1).722, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθινωδικός — ή, όν, Α φθινώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ωδικός (< κατάλ. ώδης), πρβλ. μυθ ωδικός] … Dictionary of Greek